- γυμνοπόδης
- γυμνοπόδηςmasc nom sgγυμνοποδέωgo barefootimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυμνοπόδης — ο (Μ γυμνοπόδης) ο γυμνόπους … Dictionary of Greek
γυμνοποδῶν — γυμνοπόδης masc gen pl γυμνοποδέω go barefoot pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek
μοσχοπόδης — και μοσκοπόδης, α, ικο (Μ) αυτός που ευωδιάζουν τα πόδια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχ(ο) * + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. αιγο πόδης, γυμνοπόδης)] … Dictionary of Greek